λασπουριά

λασπουριά
η
πολλή λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + κατάλ. -ουριά, που δηλώνει πλήθος, πλησμονή (πρβλ. κλεφτ-ουριά, λεβεντ-ουριά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λασπουριά — η πολλή λάσπη, μέρος γεμάτο λάσπη: Κυλίστηκε στη λασπουριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά …   Dictionary of Greek

  • γυφτουριά — η το σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + ουριά* (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)] …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”